- φρεσκοποτισμένος
- -η, -οαυτός που ποτίστηκε πριν από λίγο: Φρεσκοποτισμένη γλάστρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρεσκοποτισμένος — η, ο, Ν πρόσφατα ποτισμένος … Dictionary of Greek